ολεάριος

ολεάριος
ὀλεάριος, ὁ (Α)
ο υπάλληλος που ήταν επιφορτισμένος με την παραλαβή και φύλαξη τών ενδυμάτων αυτών που έκαναν το λουτρό τους στο βαλανείο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”